- ἐπιλεκτῶν
- ἐπιλέκτηςcollectormasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιλέκτων — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sacred Band (World War II) — Infobox Military Unit unit name=Sacred Band caption=Badge of the Sacred Band, worn on the right breast pocket country=Greece size=Battalion, later Regiment branch=Hellenic Army dates=1942 1944 type=Special Forces battles=Tunisia Campaign Aegean… … Wikipedia
Священный отряд (1942) — Священный отряд (греч. Ιερός Λόχος) греческое Подразделение специального назначения, сформированное в 1942 году на Ближнем Востоке, состоящее полностью из греческих офицеров и курсантов, является предшественником современного греческого… … Википедия
επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
οπτιμάτοι — Στρατιωτικό σώμα του βυζαντινού στρατού, που συγκροτήθηκε τον 4o αι. και πήρε την ονομασία του από τη λατινική λέξη optimates (= άριστοι). Αρχικά αριθμούσε 10.000 άντρες, έπειτα όμως η δύναμη του μειώθηκε, μέχρι που διαλύθηκε τελείως. Το σώμα… … Dictionary of Greek
σιγγουλάριος — και σιγγλάριος και σινγουλάρις και σινγουλάριος και σινγλάρις, ὁ, ΜΑ 1. κυβερνητικός διαγγελέας 2. στον πληθ. oἱ σιγγουλάριοι (επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) επίλεκτο σώμα ιππέων στο οποίο στρατολογούσαν βαρβάρους β) σώμα επίλεκτων ιππέων που… … Dictionary of Greek
Αθάνατοι — I Ονομασία ιστορικών επίλεκτων στρατιωτικών σωμάτων. 1. Στρατιωτικό σώμα, τον 5ο αι. π.Χ., φρουρά του βασιλιά των Περσών. Οι Α. ήταν δέκα χιλιάδες και ονομάζονταν έτσι επειδή με την άμεση αντικατάσταση κάθε απώλειας ο αριθμός τους παρέμενε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek